- κηρυκτική
- κηρυκτικόςfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CURICTA — insul. Illyriae obiacens. Plin. l. 3. c. 21. Voga hodie Hermolao dicitur. Κυρικτικὴ Straboni, l. 7. et Κηρυκτικὴ, l. 11. quod minus probat Casaubonus, Κούρικτα Ptolemaeo, Baudrando Vegia, Insul. in intimo recessu sinus Flanatici, paucis milliar.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο … Dictionary of Greek